οψιμάδα

οψιμάδα
και ψιμάδα, η, και οψιμάδι και ψιμάδι και ψιμάρι και ψιμάρνι, το [όψιμος]
1. αρνί ή κατσίκι που γεννήθηκε μετά από τη συνηθισμένη εποχή
2. (κατ' επέκτ.) αγαθός και αφελής άνθρωπος που ξεγελιέται εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιμάδα — η, Ν βλ. οψιμάδα …   Dictionary of Greek

  • ψιμάδι — το, Ν βλ. οψιμάδα …   Dictionary of Greek

  • ψιμάρι — το, Ν βλ. οψιμάδα …   Dictionary of Greek

  • ψιμάρνι — το, Ν βλ. οψιμάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”